Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καθυπείκω — (AM) (επιτατ. τού είκω) υποχωρώ, υποχωρώ εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπ είκω «υποχωρώ»] … Dictionary of Greek